κολλοψ

κολλοψ
    κόλλοψ
    -οπος ὅ
    1) колок (для натягивания струны)
    

(τανύειν περὴ κόλλοπι χορδήν Hom.)

    κόλλοπα ὀργῆς ἀνεῖναι Arph. — смягчать гнев

    2) рукоятка, ручка (sc. τοῦ κύκλου Arst.)
    3) загривок (кожное утолщение на шее быков и свиней, употр. в кулинарии) Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κολλοψ" в других словарях:

  • κόλλοψ — κόλλοψ, οπος, ὁ (Α) 1. κλειδί έγχορδου μουσικού οργάνου, κόλλαβος, στριφτάρι («ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν», Ομ. Οδ.) 2. η λαβή με την οποία γύριζαν έναν τροχό 3. το χοντρό δέρμα στο κάτω μέρος τού αυχένα τών βοδιών ή τών χοίρων 4.… …   Dictionary of Greek

  • κόλλοψ — peg masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλόπων — κόλλοψ peg masc gen pl κολλοπόω glue together imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κολλοπόω glue together imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλοπα — κόλλοψ peg masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλοπας — κόλλοψ peg masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλοπες — κόλλοψ peg masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλοπι — κόλλοψ peg masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλοπος — κόλλοψ peg masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλοψι — κόλλοψ peg masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλοπ' — κόλλοπα , κόλλοψ peg masc acc sg κόλλοπι , κόλλοψ peg masc dat sg κόλλοπε , κόλλοψ peg masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλοπεύω — (Α) είμαι κόλλοψ, κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλοψ, οπος «κίναιδος»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»